- συγκατειλεγμένοι
- σύν , κατά-λέγω 2pick upperf part mp masc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συγκαταλέγω — ΝΜΑ [καταλέγω] κατατάσσω κάποιον ή κάτι μαζί με κάποιον ή με κάτι άλλο (α. «συγκαταλέγεται μεταξύ τών απορριφθέντων» β. «τῷ Ῥωμαϊκῷ στρατεύματι συγκατειλεγμένοι», Άνν. Κομν.) αρχ. 1. διευθετώ, τακτοποιώ 2. εκλέγω μαζί με άλλον («καὶ τήμερον ταῑς… … Dictionary of Greek